μαναβική

μαναβική
η [μανάβης]
το επάγγελμα τού μανάβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαναβική — η το επάγγελμα του μανάβη: Άρχισε να φέρνει στο μαγαζί του και είδη μαναβικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”